παραθετικά
θετικός pessimistic
συγκριτικός more pessimistic
υπερθετικός most pessimistic

  Ετυμολογία

επεξεργασία
pessimistic < pessimist + -ic. (μαρτυρείται από το 1865[1] ή το 1866[2])

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˌpes.ɪˈmɪs.tɪk/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /ˌpes.əˈmɪs.tɪk/ (ΗΠΑ)
τυπογραφικός συλλαβισμός: pes‐​si‐​mis‐​tic

  Επίθετο

επεξεργασία

pessimistic (en)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. pessimistic - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)
  2. pessimistic - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)