pessimist
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
pessimist | pessimists |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαpessimist (en)
- ο πεσιμιστής/η πεσιμίστρια, ο απαισιόδοξος/η απαισιόδοξη
- ⮡ He’s not a pessimist, he’s just a realist.
- Δεν είναι απαισιόδοξος, είναι απλώς ρεαλιστής.
- ⮡ He’s not a pessimist, he’s just a realist.