Ετυμολογία

επεξεργασία
pariade < parier (έννοια 1)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
pariade pariades

pariade (fr) θηλυκό

  1. η εποχή κατά την οποία τα πτηνά συναντιούνται για να βρουν το ταίρι τους
  2. (κατ’ επέκταση) ζευγάρι πουλιών