Ετυμολογία

επεξεργασία
pécho < verlan του chopé, μετοχή αορίστου του ρήματος choper (= πιάνω, συλλαμβάνω)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pe.ʃɔ/

pécho (fr) άκλιτο (χρησιμοποιείται μόνο στην παθητική μετοχή και στο απαρέμφατο)

  1. (αργκό) πιάνομαι, συλλαμβάνομαι
    ⮡  Je me suis fait pécho à tricher. J'suis viré!
    Με έπιασαν να κλέβω. Απολύθηκα!
     συνώνυμα: attraper
  2. (αργκό, μεταφορικά) γοητεύω, βγαίνω με κάποιον, φλερτάρω, κάνω καμάκι, την πέφτω
    ⮡  Alors, tu l’as pécho la meuf à la discothèque hier?
    Λοιπόν; της έκανες καμάκι , της την έπεσες, της γκόμενας χθες στη ντισκοτέκ;
     συνώνυμα:  attraper, avoir, flirter και séduire
  3. (αργκό) αγοράζω ναρκωτικά
    ⮡  J’suis en manque, il faut absolument que j’aille pécho ce soir.
    Αισθάνομαι έλλειψη, πρέπει οπωσδήποτε να πάω να αγοράσω κάτι απόψε.

Αναγραμματισμοί

επεξεργασία