overpaid
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | overpaid |
συγκριτικός | more overpaid |
υπερθετικός | most overpaid |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˌəʊ.vəˈpeɪd/ (βρετανικό)
- ΔΦΑ : /ˌoʊ.vɚˈpeɪd/ (ΗΠΑ)
Επίθετο
επεξεργασίαoverpaid (en)
Αντώνυμα
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαoverpaid (en)
Πηγές
επεξεργασία- overpaid - Cambridge Dictionary online