ostel
Παλαιά γαλλικά (fro)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ostel < λατινική hospitale (cubiculum) (δωμάτιο για τους φιλοξενούμενους)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
cas sujet | osteus | ostel |
cas régime | ostel | osteus |
ostel αρσενικό