Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

orant < λατινική orare

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɔ.ʁɑ̃/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό orant orants
θηλυκό orante orantes

orant (fr)

  1. στην παλαιοχριστιανική τέχνη, ένα άτομο που παριστάνεται καθώς προσεύχεται
  2. σε τάφο, άτομο που παριστάνεται γονατιστό και με τα χέρια ενωμένα, καθώς προσεύχεται
     αντώνυμα: gisant

  Επίθετο επεξεργασία

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό orant orants
θηλυκό orante orantes

orant (fr)