Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

gisant < gésir

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ʒi.zɑ̃/

  Επίθετο επεξεργασία

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό gisant gisants
θηλυκό gisante gisantes

gisant (fr)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
gisant gisants

gisant (fr) αρσενικό