Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
oră
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Ρουμανικά (ro)
1.1
Ουσιαστικό
1.1.1
Σημειώσεις
1.1.2
Κλίση
Ρουμανικά
(ro)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
oră
(ro)
θηλυκό
η
ώρα
(
στον πληθυντικό
) η
φορά
de două
ori
- δύο
φορές
Σημειώσεις
επεξεργασία
Για να πούμε
μία φορά
, χρησιμοποιούμε τη λέξη
dată
:
o dată
.
Κλίση
επεξεργασία
κλίση του
oră
ενικός
πληθυντικός
αόριστη άρθρωση
οριστική άρθρωση
αόριστη άρθρωση
οριστική άρθρωση
ονομαστική
o
oră
ora
nişte
ore
orele
γενική
a unei
ore
orei
a unor
ore
orelor
δοτική
unei
ore
orei
unor
ore
orelor
αιτιατική
o
oră
ora
nişte
ore
orele
κλητική
—
-
—
-