on-trend
Αγγλικά (en) επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | on-trend |
συγκριτικός | more on-trend |
υπερθετικός | most on-trend |
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
on-trend (en)
- είμαι η τελευταία λέξη της μόδας
- ↪ Black hats are on-trend this summer.
- Τα μαύρα καπέλα είναι η τελευταία λέξη της μόδας φέτος το καλοκαίρι.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη fashionable
- ↪ Black hats are on-trend this summer.
Άλλες μορφές επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- on-trend - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 557-558. ISBN 9780194325684., λήμμα: μόδα