Ρουμανικά (ro) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

observator (ro) αρσενικό

  1. παρατηρητικός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

observator (ro) αρσενικό

  1. το παρατηρητήριο
  2. ο παρατηρητής

Κλίση επεξεργασία