observator
Ρουμανικά (ro)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαobservator (ro) αρσενικό
Ουσιαστικό
επεξεργασίαobservator (ro) αρσενικό
- το παρατηρητήριο
- ο παρατηρητής
Κλίση
επεξεργασία κλίση του observator
ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | |
ονομαστική | un observator | observatorul | nişte observatori | observatorii |
γενική | a unui observator | observatorului | a unor observatori | observatorilor |
δοτική | unui observator | observatorului | unor observatori | observatorilor |
αιτιατική | un observator | observatorul | nişte observatori | observatorii |
κλητική | — | - | — | - |