murtus
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- murtus < αρχαία ελληνική μύρτος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαmurtus θηλυκό (& myrtus)
Κλίση
επεξεργασίααριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | murtus | murtī |
γενική | murtī | murtōrum |
δοτική | murtō | murtīs |
αιτιατική | murtum | murtōs |
κλητική | murte | murtī |
αφαιρετική | murtō | murtīs |