Ετυμολογία

επεξεργασία
multo < mult + -o

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική multo multoj
αιτιατική multon multojn

multo (eo)

  Ετυμολογία

επεξεργασία
multo < multa

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈmul.toː/

multo (la) (multō1, multāvī, multātum, multāre)