monhelpo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | monhelpo | monhelpoj |
αιτιατική | monhelpon | monhelpojn |
monhelpo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | monhelpo | monhelpoj |
αιτιατική | monhelpon | monhelpojn |
monhelpo (eo)