mizerulo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mizerulo | mizeruloj |
αιτιατική | mizerulon | mizerulojn |
mizerulo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mizerulo | mizeruloj |
αιτιατική | mizerulon | mizerulojn |
mizerulo (eo)