metr
Πολωνικά (pl) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
metr <
- (άμεσο δάνειο) γαλλική mètre < αρχαία ελληνική μέτρον
- (λογοτεχνικό) (άμεσο δάνειο) αρχαία ελληνική μέτρον
- (άμεσο δάνειο) γαλλική maître
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
metr (pl) αρσενικό
- μέτρο
- (μονάδα μέτρησης) μονάδα μήκους
- όργανο μέτρησης
- (μετρική) πόδας
- (γεωργία) εκατόκιλο
- (παρωχημένο) δάσκαλος
Επεξεργασία
Τσεχικά (cs)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
metr (cs) αρσενικό
- μέτρο
- (μονάδα μέτρησης) μονάδα μήκους
- όργανο μέτρησης