• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

metr

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Πολωνικά (pl)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Συγγενικές λέξεις
  • 2 Τσεχικά (cs)
    • 2.1 Ουσιαστικό

Πολωνικά (pl) Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

metr <

  1. (άμεσο δάνειο) γαλλική mètre < αρχαία ελληνική μέτρον
  2. (λογοτεχνικό) (άμεσο δάνειο) αρχαία ελληνική μέτρον
  3. (άμεσο δάνειο) γαλλική maître


  ΠροφοράΕπεξεργασία

metr (βοήθεια·αρχείο)

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

metr (pl) αρσενικό

  1. μέτρο
    • (μονάδα μέτρησης) μονάδα μήκους
    • όργανο μέτρησης
    • (μετρική) πόδας
  2. (γεωργία) εκατόκιλο
  3. (παρωχημένο) δάσκαλος

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • metrowy
  • metryczny



Τσεχικά (cs)Επεξεργασία

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

metr (cs) αρσενικό

  1. μέτρο
    • (μονάδα μέτρησης) μονάδα μήκους
    • όργανο μέτρησης
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=metr&oldid=4831284"
Τελευταία επεξεργασία στις 9 Σεπτεμβρίου 2020, στις 12:57

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 9 Σεπτεμβρίου 2020, στις 12:57.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie