martyr
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- martyr < μέση αγγλική martir < αγγλοσαξονική martyr < λατινική martyr < αρχαία ελληνική μάρτυρ, μεταγενέστερη μορφή του μάρτυς
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
martyr | martyrs |
martyr (en)
- μάρτυρας, συγκεκριμένα
- που βασανίστηκε και βίωσε ένα μαρτύριο γιατί πίστευε σε μια θρησκεία
- που θυσιάστηκε για την εκπλήρωση ενός καλού σκοπού
ενεστώτας | martyr |
γ΄ ενικό ενεστώτα | martyrs |
αόριστος | martyred |
παθητική μετοχή | martyred |
ενεργητική μετοχή | martyring |
Ρήμα
επεξεργασίαmartyr
- βάζω κάποιον σε μαρτύριο για τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις
- βασανίζω
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟμώνυμα / Ομόηχα
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | martyr | martyrs |
θηλυκό | martyre | martyres |
martyr (fr)