Ετυμολογία

επεξεργασία
martyr < μέση αγγλική martir < αγγλοσαξονική martyr < λατινική martyr < αρχαία ελληνική μάρτυρ, μεταγενέστερη μορφή του μάρτυς

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈmɑːtə(ɹ)/ (ΗΒ)
ΔΦΑ : /ˈmɑɹ.tɚ/ (ΗΠΑ)
 
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
martyr martyrs

martyr (en)

  • μάρτυρας, συγκεκριμένα
    1. που βασανίστηκε και βίωσε ένα μαρτύριο γιατί πίστευε σε μια θρησκεία
    2. που θυσιάστηκε για την εκπλήρωση ενός καλού σκοπού
ενεστώτας martyr
γ΄ ενικό ενεστώτα martyrs
αόριστος martyred
παθητική μετοχή martyred
ενεργητική μετοχή martyring

martyr

  1. βάζω κάποιον σε μαρτύριο για τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις
  2. βασανίζω



  Προφορά

επεξεργασία
 

Ομώνυμα / Ομόηχα

επεξεργασία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό martyr martyrs
θηλυκό martyre martyres

martyr (fr)