marshmallow
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- marshmallow < marsh + mallow (αγγλοσαξονικά merscmealwe)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /mɑːʃˈmæləʊ/
Ουσιαστικό επεξεργασία
marshmallow (en)
- (φυτό) αλθαία (Althaea officinalis), δενδρομολόχα
- (γλυκό) είδος ζαχαρωτού από ζάχαρη, σιρόπι καλαμποκιού, αραβικό κόμμι και αρωματικές ουσίες
- (γλυκό) σπογγώδεις ζαχαρωτό, ζελεδάκι, λουκουμάκι (σπογγώδες κι όχι όσο γλυκό όσο το τουρκικό)
- (μεταφορικά) ήπιος, καλοκάγαθος