Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
map maps

map (en)

  1. χάρτης
  2. (μαθηματικά) συνάρτηση, απεικόνιση
  3. (πληροφορική) (δομή δεδομένων) πίνακας συσχετισμών, λεξικό
     συνώνυμα: associative array, dictionary
    δείτε επίσης: map (computer science) στην αγγλική Βικιπαίδεια

Συνώνυμα

επεξεργασία

Υπερώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

map (id)

  1. χάρτης

Συνώνυμα

επεξεργασία