malinstalado
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | malinstalado | malinstaladoj |
αιτιατική | malinstaladon | malinstaladojn |
malinstalado (eo)
- (πληροφορική) η αφαίρεση ενός προγράμματος