instalado
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | instalado | instaladoj |
αιτιατική | instaladon | instaladojn |
instalado (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | instalado | instaladoj |
αιτιατική | instaladon | instaladojn |
instalado (eo)