Δείτε επίσης: meme, même

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
mémé mémés

mémé (fr) θηλυκό

  1. (οικείο) γιαγιά
     συνώνυμα: mamé, mamie, mémère
  2. (μεταφορικά) γυναίκα κάποιας ηλικίας, χωρίς εκφραστικότητα ή γόητρο

  Επίθετο

επεξεργασία

mémé (fr) αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο