• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

mamie

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : m'amie

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Γαλλικά (fr)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
    • 1.4 Ουσιαστικό
      • 1.4.1 Ομώνυμα / Ομόηχα

Γαλλικά (fr)

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
  1. mamie < ma amie, παλαιότερη μορφή του mon amie
  2. mamie < (άμεσο δάνειο) αγγλική mammy (μαμά)

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ma.mi/

Ουσιαστικό

επεξεργασία

mamie (fr) και m'amie θηλυκό

  • (παρωχημένο και οικείο) η φίλη μου

Ουσιαστικό

επεξεργασία

mamie (fr) και mammy θηλυκό

  1. (οικείο) γιαγιά, γιαγιάκα
    ≈ συνώνυμα: bonne-maman, grand-maman, mamé, mémé, mémère
  2. (κατ’ επέκταση) γριά γυναίκα

Ομώνυμα / Ομόηχα

επεξεργασία
  • m'amie
  • mammy
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=mamie&oldid=5307733"
Τελευταία επεξεργασία στις 2 Οκτωβρίου 2021, στις 16:49

Γλώσσες

    • Deutsch
    • English
    • Español
    • Français
    • Magyar
    • 한국어
    • Bahasa Melayu
    • Nederlands
    • Polski
    • Русский
    • Sängö
    • 中文
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 2 Οκτωβρίου 2021, στις 16:49.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας