logo
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
logo | logos |
Ουσιαστικό
επεξεργασία
logo (en)
- (μετρήσιμο) το λογότυπο, το σήμα, η μάρκα, ένα τυπωμένο σχέδιο ή σύμβολο που μια εταιρεία ή ένας οργανισμός χρησιμοποιεί ως ειδικό σήμα
- ⮡ school/soccer logo - σχολικό/ποδοσφαιρικό σήμα
- ⮡ They changed the logo on the shirt and sold it for more expensively.
- Άλλαξαν τη μάρκα από το μπλουζάκι και το πούλησε πιο ακριβά.