lead on
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | lead on |
γ΄ ενικό ενεστώτα | leads on |
αόριστος | led on |
παθητική μετοχή | led on |
ενεργητική μετοχή | leading on |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
lead on (en) (μεταβατικό) (ιδιωματικό)
ενεστώτας | lead on |
γ΄ ενικό ενεστώτα | leads on |
αόριστος | led on |
παθητική μετοχή | led on |
ενεργητική μετοχή | leading on |
lead on (en) (μεταβατικό) (ιδιωματικό)