Ετυμολογία

επεξεργασία
laissez-faire < laissez ( δείτε το ρήμα laisser) + faire· όρος-σύνθημα φυσιοκρατών του 18ου αι.

Ουσιαστικό

επεξεργασία

laissez-faire (fr) αρσενικό, άκλιτο

Άλλες γραφές

επεξεργασία

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία