laissez-faire
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- laissez-faire < laissez (→ δείτε το ρήμα laisser) + faire· όρος-σύνθημα φυσιοκρατών του 18ου αι.
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαlaissez-faire (fr) αρσενικό, άκλιτο
- (πολιτική, οικονομία) φιλελεύθερη πολιτική φιλοσοφία, που απαιτεί τη μη παρέμβαση της κυβέρνησης, ιδίως στον οικονομικό τομέα· (κυριολεκτικά) αφήστε ελεύθερα (όσα σχετίζονται με την παραγωγή και τη διακίνηση των εμπορευμάτων)