Ετυμολογία

επεξεργασία
laissez-faire < laissez (→ δείτε το ρήμα laisser) + faire· όρος-σύνθημα φυσιοκρατών του 18ου αι.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /lɛ.se.fɛʁ/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

laissez-faire (fr) αρσενικό, άκλιτο

Άλλες γραφές

επεξεργασία

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία