laisser-faire
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
laisser-faire (fr) αρσενικό, άκλιτο
- (πολιτική, οικονομία) άλλη μορφή του laissez-faire
laisser-faire (fr) αρσενικό, άκλιτο