kreditkarto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kreditkarto | kreditkartoj |
αιτιατική | kreditkarton | kreditkartojn |
kreditkarto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kreditkarto | kreditkartoj |
αιτιατική | kreditkarton | kreditkartojn |
kreditkarto (eo)