kredito
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kredito | kreditoj |
αιτιατική | krediton | kreditojn |
kredito (eo)
- η πίστωση
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kredito | kreditoj |
αιτιατική | krediton | kreditojn |
kredito (eo)