karto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- karto < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | karto | kartoj |
αιτιατική | karton | kartojn |
karto (eo)
- η κάρτα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | karto | kartoj |
αιτιατική | karton | kartojn |
karto (eo)