Ετυμολογία

επεξεργασία
knock-out < αγγλική knockout < knock (χτύπημα) & out (εκτός, έξω)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

knock-out (fr) αρσενικό άκλιτο

  Επίθετο

επεξεργασία

knock-out (fr) αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

  1. αναίσθητος, νοκ-άουτ
  2. (βιολογία) του οποίου ένα γονίδιο έχει αδρανοποιηθεί για να μελετηθεί