πυγμάχος που βγήκε νοκ άουτ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νοκ άουτ < (άμεσο δάνειο) αγγλική knockout

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈnok ˈaut/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

νοκ άουτ ουδέτερο άκλιτο

  1. (αθλητισμός) το να παραμείνει ένας πυγμάχος πεσμένος στο καναβάτσο μετά από χτύπημα του αντιπάλου του και μετά από το μέτρημα του ορισμένου χρόνου, οπότε και θεωρείται ηττημένος
  2. (μεταφορικά) εξαντλημένος, εξουθενωμένος
    → δείτε και τη λέξη μπιελάρ
  3. (σαν επίθετο) που δεν μπορεί να επαναληφθεί· λέγεται για αγώνες που το αποτέλεσμά τους κρίνει την πρόκριση ενός από τους αντιπάλους

  Μεταφράσεις

επεξεργασία