kadukiĝo
(Ανακατεύθυνση από kadukigxo)
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kadukiĝo | kadukiĝoj |
αιτιατική | kadukiĝon | kadukiĝojn |
kadukiĝo (eo)
- ο εκφυλισμός
- η κατάπτωση, η παρακμή