justifiable
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | justifiable |
συγκριτικός | more justifiable |
υπερθετικός | most justifiable |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαjustifiable (en)
- δικαιολογημένος
- ⮡ a justifiable fear - δικαιολογημένος φόβος
- ⮡ His reaction was justified.
- Η αντίδρασή του ήταν δικαιολογημένη.
- ⮡ The judge’s decision was fully justifiable.
- Η απόφαση του δικαστή ήταν πλήρως δικαιολογημένη.
Σύνθετα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαjustifiable (fr)