δικαιολογήσιμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δικαιολογήσιμος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαδικαιολογήσιμος
- που μπορεί να δικαιολογηθεί, που μπορούν επιχειρήματα να τεθούν υπέρ του
Μεταφράσεις
επεξεργασία δικαιολογήσιμος