jouvenceau
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- jouvenceau < iuvencel, iovencel < λατινική iuvencellus
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | jouvenceau | jouvenceaux |
θηλυκό | jouvencelle | jouvencelles |
jouvenceau (fr)
- (παρωχημένο, ειρωνικό) ο νεανίας