intempérie
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
intempérie | intempéries |
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
intempérie (fr) θηλυκό
- (παρωχημένο) η απορρύθμιση του κλίματος
- (στον πληθυντικό) η κακοκαιρία· γενικός όρος που περιλαμβάνει τη βροχή, το χιόνι, τον άνεμο, κ.ά.