Δείτε επίσης: intemperie
      ενικός         πληθυντικός  
intempérie intempéries

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

intempérie (fr) θηλυκό

  1. (παρωχημένο) η απορρύθμιση του κλίματος
  2. (στον πληθυντικό) η κακοκαιρία· γενικός όρος που περιλαμβάνει τη βροχή, το χιόνι, τον άνεμο, κ.ά.