Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
induction inductions

induction (fr) θηλυκό

  1. (λογική) η επαγωγή
     δείτε τη λέξη  analogie, généralisation, inférence
     αντώνυμα: déduction
  2. (ηλεκτρισμός) η επαγωγή
     δείτε τη λέξη  inductance
  3. (βιολογία) αρχή φαινομένου με μικρή καθυστέρηση σε σχέση με την αιτία του

Συγγενικά

επεξεργασία