• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

induction

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Αγγλικά (en)
    • 1.1 Ουσιαστικό
  • 2 Γαλλικά (fr)
    • 2.1 Ετυμολογία
    • 2.2 Προφορά
    • 2.3 Ουσιαστικό
      • 2.3.1 Συγγενικές λέξεις

Αγγλικά (en)Επεξεργασία

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

induction (en)

  1. (λογική) επαγωγή
  2. (μαθηματικά) επαγωγή αναδρομή
  3. (φυσική) ηλεκτρομαγνητική επαγωγή
  4. (φυσική) ηλεκτροστατική επαγωγή

Γαλλικά (fr)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

induction < λατινική inductio

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /ɛ̃dyksjɔ̃/

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
induction inductions

induction (fr) θηλυκό

  1. (λογική) η επαγωγή
    → δείτε τη λέξη  analogie, généralisation, inférence
    ≠ αντώνυμα: déduction
  2. (ηλεκτρισμός) η επαγωγή
    → δείτε τη λέξη  inductance
  3. (βιολογία) αρχή φαινομένου με μικρή καθυστέρηση σε σχέση με την αιτία του

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • inductance
  • inducteur - inductrice
  • inductible
  • inductif - inductive
  • induire
  • induit - induite
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=induction&oldid=5583247"
Τελευταία επεξεργασία στις 16 Αυγούστου 2022, στις 14:34
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 16 Αυγούστου 2022, στις 14:34.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie