induction
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
induction (en)
- (λογική) επαγωγή
- (μαθηματικά) επαγωγή αναδρομή
- (φυσική) ηλεκτρομαγνητική επαγωγή
- (φυσική) ηλεκτροστατική επαγωγή
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
induction | inductions |
induction (fr) θηλυκό
- (λογική) η επαγωγή
- → δείτε τη λέξη analogie, généralisation, inférence
- ≠ αντώνυμα: déduction
- (ηλεκτρισμός) η επαγωγή
- → δείτε τη λέξη inductance
- (βιολογία) αρχή φαινομένου με μικρή καθυστέρηση σε σχέση με την αιτία του