αναδρομή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αναδρομή < αρχαία ελληνική ἀναδρομή
Ουσιαστικό επεξεργασία
αναδρομή θηλυκό
- η επιστροφή σε κάτι που έχει γίνει στο παρελθόν
- η αναπόληση, η ανασκόπηση γεγονότων του παρελθόντος
- στην ψυχανάλυση, η διαδικασία ανάσυρσης και αναβίωσης αναμνήσεων από το ασυνείδητο
- (πληροφορική) η κλήση συνάρτησης μέσα από τον εαυτό της, μέσα από το σώμα της
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- αναδρομή στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
αναδρομή