inductif
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | inductif | inductifs |
θηλυκό | inductive | inductives |
Επίθετο
επεξεργασίαinductif (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | inductif | inductifs |
θηλυκό | inductive | inductives |
inductif (fr)