ενεστώτας imply
γ΄ ενικό ενεστώτα implies
αόριστος implied
παθητική μετοχή implied
ενεργητική μετοχή implying

imply (en)

  1. υπαινίσσομαι, υπονοώ ότι κάτι είναι αλήθεια ή ότι νιώθω ή σκέφτομαι κάτι, χωρίς να το λέω με άμεσο τρόπο
    ⮡  What are you implying?
    Τι υπαινίσσεστε;
    ⮡  Are you implying that I’m not telling the truth?
    Υπαινίσσεσαι (θέλεις να πεις) ότι δεν λέω την αλήθεια;
    ⮡  What are you implying by all that?
    Τι υπονοείς μ' όλα αυτά;
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη allude
  2. υποδηλώνω, σημαίνω, κάνει να φαίνεται πιθανό ότι κάτι είναι αληθινό ή υπάρχει
    ⮡  The strikes imply discontent among the workers.
    Οι απεργίες υποδηλώνουν δυσαρέσκεια των εργαζομένων.
    ⮡  His answer implies denial.
    Η απάντησή του υποδηλώνει άρνηση.
    ⮡  His nod implied he agreed.
    Το κούνημα του κεφαλιού του σήμαινε ότι συμφωνούσε.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη suggest
  3. συνεπάγομαι, σημαίνω, για μια ιδέα, δράση κ.λπ., κάνει κάτι απαραίτητο για να έχει επιτυχία
    ⮡  This implies a lot of work.
    Αυτό συνεπάγεται πολλή δουλειά.
    ⮡  Your plans imply a lot of expenses.
    Τα σχέδια σου συνεπάγονται πολλά έξοδα.
    ⮡  This big project implies overtime.
    Αυτό το μεγάλο έργο σημαίνει υπερωρίες.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη involve