ilaro
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ilaro | ilaroj |
αιτιατική | ilaron | ilarojn |
ilaro (eo)
- τα εργαλεία (στο σύνολό τους), ο εξοπλισμός
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ilaro | ilaroj |
αιτιατική | ilaron | ilarojn |
ilaro (eo)