Ετυμολογία

επεξεργασία
hôtellerie < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /o.tɛl.ʁi/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
hôtellerie hôtelleries

hôtellerie (fr) θηλυκό

  1. (παρωχημένο) οίκος όπου οι ταξιδιώτες μπορούν να διαμείνουν και να φάνε, επί πληρωμή
  2. (αρχιτεκτονική) τμήμα ενός μοναστηριού όπου διαμένουν οι περαστικοί
  3. (παρωχημένο) πανδοχείο
  4. άνετο ή και πολυτελές ξενοδοχείο ή εστιατόριο, στην εξοχή
  5. το ξενοδοχειακό επάγγελμα
  6. η ξενοδοχειακή δραστηριότητα