geçmek (tr)

  1. περνάω, προσπερνάω, φτάνω κάποιον ή κάτι και το περνώ και προχωρώ
  2. περνάω ένα μάθημα, σε εξετάσεις, γίνομαι δεκτός
  3. περνάω, διασχίζω, κινούμαι σε μία έκταση και από τη μία άκρη της φτάνω στην άλλη
  4. περνάω, για χρόνο
  5. περνάω, κάτι έχει τελειώσει
  6. περνάω, κληρονομώ κάτι από κάποιον
  7. παρακάμπτω, παραλείπω
  8. ξεπερνάω, το ποσό του κάτι γίνεται μεγαλύτερο από ένα συγκεκριμένο συνολικό ποσό
  9. περνάω, ψηφίζω, γίνεται δεκτός ένα νομοσχέδι
  10. περνάω, κάτι γίνεται
  11. νικώ κάποιον σε έναν αγώνα ή σε μια διαλογή και παίρνω τη θέση του

Παράγωγα

επεξεργασία