παραθετικά
θετικός formally
συγκριτικός more formally
υπερθετικός most formally

  Ετυμολογία

επεξεργασία
formally < formal + -ly

  Επίρρημα

επεξεργασία

formally (en)

  1. τυπικά, με πολύ σωστό τρόπο που είναι κατάλληλος για επίσημες ή σημαντικές περιστάσεις
    ⮡  He greeted him formally.
    Τον χαιρέτησε τυπικά.
    ⮡  He dresses very formally.
    Ντύνεται πολύ τυπικά.
     αντώνυμα: informally
  2. τυπικά, επίσημα, με τρόπο που ακολουθεί τους επίσημους κανόνες
    ⮡  a marriage formally and effectively dead - ένας γάμος τυπικά και ουσιαστικά νεκρός
    ⮡  The new government formally repealed laws that had over time become irrelevant.
    Η νέα κυβέρνηση κατάργησε και τυπικά νόμους που από καιρό είχαν ατονήσει.
     συνώνυμα: officially