foncé
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | foncé | foncés |
θηλυκό | foncée | foncées |
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαfoncé (fr)
- σκούρος, σκουρόχρωμος
- (για χρώμα, στο ουδέτερο) σκούρο + ακολουθεί η ονομασία χρώματος
Μετοχή
επεξεργασίαfoncé (fr)