fingropremaĵo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fingropremaĵo | fingropremaĵoj |
αιτιατική | fingropremaĵon | fingropremaĵojn |
fingropremaĵo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fingropremaĵo | fingropremaĵoj |
αιτιατική | fingropremaĵon | fingropremaĵojn |
fingropremaĵo (eo)