fingro
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fingro | fingroj |
αιτιατική | fingron | fingrojn |
fingro (eo)
- το δάχτυλο
Ίντο (io)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαfingro (io)
- το δάχτυλο