premaĵo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | premaĵo | premaĵoj |
αιτιατική | premaĵon | premaĵojn |
premaĵo (eo)
- το αποτύπωμα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | premaĵo | premaĵoj |
αιτιατική | premaĵon | premaĵojn |
premaĵo (eo)