festotago
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | festotago | festotagoj |
αιτιατική | festotagon | festotagojn |
festotago (eo)
- εορταστική μέρα, μέρα γιορτής
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | festotago | festotagoj |
αιτιατική | festotagon | festotagojn |
festotago (eo)